- σταλαγμιαῖος
- σταλαγ-μιαῖος, α, ον,A as measured by the water-clock,
ὥρα Paul.Al.K.4
;τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὥρα Paul.Al.K.4
;τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταλαγμιαίος — αία, ον, Α αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] … Dictionary of Greek
σταλαγμιαίας — σταλαγμιαίᾱς , σταλαγμιαῖος as measured by the water clock fem acc pl σταλαγμιαίᾱς , σταλαγμιαῖος as measured by the water clock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)